καθεῖρξαν

καθεῖρξαν
κατείργω
shut in
aor part act neut nom/voc/acc sg (attic)
κατείργω
shut in
aor ind act 3rd pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οίκημα — το (ΑΜ οἴκημα) [οικώ] χώρος στεγασμένος ο οποίος χρησιμεύει ως τόπος διαμονής, σπίτι, κατοικία («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῑς οἰκήμασι ναίουσιν», Αισχύλ.) αρχ. 1. κατοικημένος τόπος («ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῡ», Πίνδ.) 2. δωμάτιο, θάλαμος 3. δωμάτιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”